μασκαραλίκι — μασκαραλίκι, το και μασκαριλίκι, το (λ. τουρκ.), ρεζιλίκι, γελοιοποίηση, εξευτελισμός: Ρεζίλεψε τους γονείς του με τα μασκαραλίκια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασκαραλίκι — το 1. πράξη που αρμόζει σε μασκαρά 2. μτφ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ρεζιλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (I) + κατάλ. λίκι*] … Dictionary of Greek
μασκάρεμα — το [μασκαρεύω] το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση νεοελλ. γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι … Dictionary of Greek
mascara — MASCARÁ, mascarale, s.f. (înv.) Bufon, paiaţă, măscărici; p.ext. om neserios, puşlama. 2. (pop.) Batjocură, ocară. ♢ expr. A face (pe cineva) de mascara = a) a face (pe cineva) de râs, de ruşine; b) a certa cu asprime, a mustra cu severitate, a… … Dicționar Român
μασκάρεμα — το 1. το να φορά κανείς μάσκα, η μεταμφίεση. 2. το μασκαραλίκι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)